ψευδαλογόνο

ψευδαλογόνο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα ψευδαλογόνα
χημ. τα αλογονοειδή, χημικές ενώσεις που μοιάζουν με τα αλογόνα ως προς τις φυσικές ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + αλογόνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”